- πορνογραφικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται στην πορνογραφία: Πορνογραφικό περιοδικό. – Πορνογραφικό βιβλίο κτλ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πορνογραφικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πορνογραφία («πορνογραφικό περιοδικό»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πορνογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Π. Καββαδία] … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek